- ταμπουρέ
- και ταμπουρέτο, το, Νάκλ. σκαμνί, συνήθως χαμηλό και στρογγυλό, χρησιμοποιούμενο από τις γυναίκες όταν κάθονται μπροστά στον καθρέφτη και καλλωπίζονται.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tabouret < tabour αρχ. τ. τού tambour (βλ. λ. ταμπούρο)].
Dictionary of Greek. 2013.